- αναίμακτα
- επίрр, без кровопролития, бескровно, мирно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναίμακτα — ἀναίμακτος bloodless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιμωτί — ἀναιμωτί επίρρ. Α [ἄναιμος] δίχως να χυθεί αίμα, αναίμακτα … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Άνταμς, Τζον Κουίνσι — (John Quincy Adams, Κουίνσι, Μασαχουσέτη 1767 – Ουάσινγκτον 1848). Έκτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1825 29). Γιος του δεύτερου προέδρου των ΗΠΑ Τζον Άνταμς (βλ. λ.), σπούδασε, όπως και ο πατέρας του, νομικά στη Βοστόνη και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek